σκυταλωτός

σκυταλωτός
σκῠτᾰλ-ωτός, ή, όν,
A cogged, toothed, τύμπανον, τροχοί, Hero Dioptr.34, EM720.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκυταλωτός — ή, όν, Α οδοντωτός («σκυταλωτοὺς τροχούς», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • σκυταλωτῶν — σκυταλωτός cogged fem gen pl σκυταλωτός cogged masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτόν — σκυταλωτός cogged masc acc sg σκυταλωτός cogged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτοῦ — σκυταλωτός cogged masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτούς — σκυταλωτός cogged masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτῷ — σκυταλωτός cogged masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”